αγγελιώτης

αγγελιώτης
ἀγγελιώτης, ο (θηλ. -ιχτις) (Α) [άγγελος]
αγγελιαφόρος, μαντατοφόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀγγελιώτης — messenger masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελιῶται — ἀγγελιώτης messenger masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελιῶτις — ἀγγελιώτης messenger fem nom sg ἀγγελιῶτις messenger fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελιώταις — ἀγγελιώτης messenger masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελιώτην — ἀγγελιώτης messenger masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”